ItalianoGreco


ingigantìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʤiganˈtire]

1 υπερβάλλω
2 μεγαλοποιώ

ingigantirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤiganˈtirsi]

1 γιγαντώνομαι
2 θεριεύω
3 φουντώνω
4 θεριακώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---