Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingerènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inʤeˈrɛntsa] 1 παρεμβολή 2 μερίδα 3 μερίδιο 4 επέμβαση 5 παρέμβαση 6 ανάμειξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |