Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingentilìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inʒentiˈlire] 1 εκλεπτύνω 2 ραφινάρω 3 εξευγενίζω ingentilirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inʒentiˈlirsi] 1 εξευγενίζομαι 2 εκλεπτύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |