Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingeneróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inʤeneˈroso], [inʤeneˈrozo]

1 μικρόψυχος
2 στενόκαρδος
3 στενοκέφαλος
4 φιλάργυρος
5 φειδωλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingenerosità ingenito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingemmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingemmarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerare (ρ. μτβ.)
ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)
ingeneroso (επίθ.)
ingenito (επίθ.)
ingente (επίθ.)
ingentilimento (ουσ αρσ )
ingentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenua (θηλ.ουσ)
ingenuità (θηλ.ουσ)
ingenuo (ουσ αρσ )
ingenuo (επίθ.)
ingerenza (θηλ.ουσ)
ingerimento (ουσ αρσ )
ingerire (ρ. μτβ.)
ingerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingessare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---