Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingènuo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈʤɛnuo] 1 μωρόπιστος 2 μοσχάρι (μεταφορικά) 3 ναΐφ 4 μάπας 5 αφελής άνθρωπος 6 ψώνιο 7 αχμάκης 8 αμερικανάκι ingènuo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈʤɛnuo] απλοϊκός (-ή, -ό), αφελής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |