Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingessàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤesˈsare]

βάζω στο γύψο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingerirsi ingessato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingenuo (επίθ.)
ingerenza (θηλ.ουσ)
ingerimento (ουσ αρσ )
ingerire (ρ. μτβ.)
ingerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingessare (ρ. μτβ.)
ingessato (επίθ.)
ingessatura (θηλ.ουσ)
ingestione (θηλ.ουσ)
inghiaiare (ρ. μτβ.)
Inghilterra (θηλ.ουσ)
inghiottimento (ουσ αρσ )
inghiottire (ρ. μτβ.)
inghiottitoio (ουσ αρσ )
inghippo (ουσ αρσ )
inghirlandare (ρ. μτβ.)
ingiallimento (ουσ αρσ )
ingiallire (ρ.αμτβ.)
ingiallire (ρ. μτβ.)
ingiallirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---