Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingeriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʤeriˈmento] 1 πρόσληψη (τροφής ή υγρού ή φαρμάκου) 2 βρώση 3 κατάποση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |