Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingemmaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤemmaˈmento]

στολισμός με κοσμήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingelosirsi ingemmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingemmamento (ουσ αρσ )
ingemmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingemmarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerare (ρ. μτβ.)
ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)
ingeneroso (επίθ.)
ingenito (επίθ.)
ingente (επίθ.)
ingentilimento (ουσ αρσ )
ingentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenua (θηλ.ουσ)
ingenuità (θηλ.ουσ)
ingenuo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---