Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingegnóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤeɲˈɲoso], [inʤeɲˈɲozo]

1 πολύτροπος
2 πολύξερος
3 ταλαντούχος
4 πολυμήχανος
5 εφευρετικός
6 ευφυής
7 επινοητικός
8 ταχύνους
9 έξυπνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingegnosità ingelosire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnere (ουσ αρσ )
ingegneria (θηλ.ουσ)
ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingemmamento (ουσ αρσ )
ingemmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingemmarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerare (ρ. μτβ.)
ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)
ingeneroso (επίθ.)
ingenito (επίθ.)
ingente (επίθ.)
ingentilimento (ουσ αρσ )
ingentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingentilirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---