Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingegnóso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inʤeɲˈɲoso], [inʤeɲˈɲozo] 1 πολύτροπος 2 πολύξερος 3 ταλαντούχος 4 πολυμήχανος 5 εφευρετικός 6 ευφυής 7 επινοητικός 8 ταχύνους 9 έξυπνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |