Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingelosìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʤeloˈsire]

κάνω να ζηλέψει

ingelosirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤeloˈsirsi]

1 ζηλεύω
2 γίνομαι ζηλιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingegnoso ingemmamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingegnere (ουσ αρσ )
ingegneria (θηλ.ουσ)
ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingemmamento (ουσ αρσ )
ingemmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingemmarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerare (ρ. μτβ.)
ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)
ingeneroso (επίθ.)
ingenito (επίθ.)
ingente (επίθ.)
ingentilimento (ουσ αρσ )
ingentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenua (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---