Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingelosìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inʤeloˈsire] κάνω να ζηλέψει ingelosirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inʤeloˈsirsi] 1 ζηλεύω 2 γίνομαι ζηλιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |