Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingavonàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingavoˈnarsi]

γέρνω (για πλοίο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingarbugliato ingegnarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)
ingavonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnere (ουσ αρσ )
ingegneria (θηλ.ουσ)
ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingemmamento (ουσ αρσ )
ingemmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingemmarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerare (ρ. μτβ.)
ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---