ItalianoGreco


ingannévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inganˈnevole]

1 καταδολιευτικός
2 απατηλός
3 παραπλανητικός
4 δόλιος
5 επίβουλος
6 εξαπατητικός
7 εμπαικτικός
8 δολερός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---