Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingannévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inganˈnevole]

1 καταδολιευτικός
2 απατηλός
3 παραπλανητικός
4 δόλιος
5 επίβουλος
6 εξαπατητικός
7 εμπαικτικός
8 δολερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingannatore inganno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)
ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannatore (ουσ αρσ )
ingannatore (επίθ.)
ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)
ingavonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnere (ουσ αρσ )
ingegneria (θηλ.ουσ)
ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingemmamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---