Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingalluzzìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingallutˈtsire]

1 γίνομαι φαντασμένος
2 ξαναπαίρνω επάνω μου

ingalluzzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingallutˈtsirsi]

1 γίνομαι φαντασμένος
2 ξαναπαίρνω επάνω μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingagliardirsi ingannabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingaggiare (ρ. μτβ.)
ingaggiatore (ουσ αρσ )
ingaggio (ουσ αρσ )
ingagliardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingalluzzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)
ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannatore (ουσ αρσ )
ingannatore (επίθ.)
ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)
ingavonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---