Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgadʤo]

1 στρατολογία
2 στρατολόγηση
3 υπόσχεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingaggiatore ingagliardire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingabbiamento (ουσ αρσ )
ingabbiare (ρ. μτβ.)
ingabbiatura (θηλ.ουσ)
ingaggiare (ρ. μτβ.)
ingaggiatore (ουσ αρσ )
ingaggio (ουσ αρσ )
ingagliardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingalluzzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)
ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannatore (ουσ αρσ )
ingannatore (επίθ.)
ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---