Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingagliardìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingaʎʎarˈdire]

1 εμφυσώ ζωή
2 αναζωογονώ
3 δυναμώνω
4 ισχυροποιώ

ingagliardirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingaʎʎarˈdirsi]

1 αποκτώ θάρρος
2 μαζεύω το κουράγιο μου
3 δυναμώνω
4 εγκαρδιώνομαι
5 ενθαρρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingaggio ingalluzzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingabbiare (ρ. μτβ.)
ingabbiatura (θηλ.ουσ)
ingaggiare (ρ. μτβ.)
ingaggiatore (ουσ αρσ )
ingaggio (ουσ αρσ )
ingagliardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingalluzzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)
ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannatore (ουσ αρσ )
ingannatore (επίθ.)
ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)
ingavonarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---