Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfusòri
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [infuˈzɔri] 1 εγχυματογενή 2 μικροοργανισμοί αποσύνθεσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |