Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infùso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfuzo]

1 έγχυση
2 εκχύλισμα
3 ενστάλαξη
4 έγχυμα
5 προὶόν εκχύλισης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infusione infusori  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuriato (επίθ.)
infusibile (επίθ.)
infusibilità (θηλ.ουσ)
infusione (θηλ.ουσ)
infuso (αρσ. επίθ και ουσ)
infusori (ουσ αρσ πληθ.)
infustire (ρ. μτβ.)
ingabbiamento (ουσ αρσ )
ingabbiare (ρ. μτβ.)
ingabbiatura (θηλ.ουσ)
ingaggiare (ρ. μτβ.)
ingaggiatore (ουσ αρσ )
ingaggio (ουσ αρσ )
ingagliardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingalluzzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---