Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfùso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inˈfuzo] 1 έγχυση 2 εκχύλισμα 3 ενστάλαξη 4 έγχυμα 5 προὶόν εκχύλισης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |