Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfusióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infuˈzjone] 1 εκχύλισμα 2 ενστάλαξη 3 έγχυση 4 έγχυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |