Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfuriàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [infuˈrjato] 1 περιπαθής 2 παράφορος 3 φλογερός 4 παθιάρικος 5 μανιώδης 6 οργισμένος 7 παθιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |