Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfuriàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [infuˈrjare] 1 φρενιάζω 2 εξοργίζομαι 3 λυσσώ 4 λυσσομανώ 5 μανιάζω 6 μαίνομαι infuriarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [infuˈrjarsi] 1 εξοργίζομαι 2 μαίνομαι 3 λυσσώ 4 λυσσομανώ 5 φρενιάζω 6 μανιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |