Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infungibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infunʤibiliˈta]

Αφθαρσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infungibile infuocare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)
infuocare (ρ. μτβ.)
infuori (επίρ.)
infurbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infurbirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infuriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuriato (επίθ.)
infusibile (επίθ.)
infusibilità (θηλ.ουσ)
infusione (θηλ.ουσ)
infuso (αρσ. επίθ και ουσ)
infusori (ουσ αρσ πληθ.)
infustire (ρ. μτβ.)
ingabbiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---