Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infruttuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infruttuˈoso], [infruttuˈozo]

1 άφορος
2 μη αποδοτικός
3 ανεπιτυχής
4 μάταιος
5 μη κερδοφόρος
6 άκαρπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infruttuosità infundibolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)
infuocare (ρ. μτβ.)
infuori (επίρ.)
infurbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infurbirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infuriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuriato (επίθ.)
infusibile (επίθ.)
infusibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---