Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infruttuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infruttuosiˈta]

1 ακαρπία
2 αφορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infruttifero infruttuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrollimento (ουσ αρσ )
infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)
infuocare (ρ. μτβ.)
infuori (επίρ.)
infurbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infurbirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infuriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuriato (επίθ.)
infusibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---