Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infundìbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infunˈdibolo]

1 μείζων κάλυκας νεφρού
2 κώδων ωαγωγού
3 μίσχος (της υποφύσεως)
4 χοάνη
5 αρτηριακός κώνος
6 κυψελίδα (πνεύμονα)
7 εκκόλπωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infruttuoso infundibuliforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)
infuocare (ρ. μτβ.)
infuori (επίρ.)
infurbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infurbirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infuriare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuriato (επίθ.)
infusibile (επίθ.)
infusibilità (θηλ.ουσ)
infusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---