ItalianoGreco


infundìbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infunˈdibolo]

1 μείζων κάλυκας νεφρού
2 κώδων ωαγωγού
3 μίσχος (της υποφύσεως)
4 χοάνη
5 αρτηριακός κώνος
6 κυψελίδα (πνεύμονα)
7 εκκόλπωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---