Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infrolliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infrolliˈmento]

1 εξασθένηση
2 μαλάκωμα
3 μαλάκωμα κρέατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infrigidirsi infrollire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrequentemente (επίρ.)
infrequenza (θηλ.ουσ)
infrigidire (ρ.αμτβ.)
infrigidire (ρ. μτβ.)
infrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infrollimento (ουσ αρσ )
infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)
infuocare (ρ. μτβ.)
infuori (επίρ.)
infurbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---