Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfrolliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [infrolliˈmento] 1 εξασθένηση 2 μαλάκωμα 3 μαλάκωμα κρέατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |