Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infrequènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infreˈkwɛntsa]

1 σποραδικότητα
2 σπανιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infrequentemente infrigidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infreddolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infreddolito (επίθ.)
infrequentabile (επίθ.)
infrequente (επίθ.)
infrequentemente (επίρ.)
infrequenza (θηλ.ουσ)
infrigidire (ρ.αμτβ.)
infrigidire (ρ. μτβ.)
infrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infrollimento (ουσ αρσ )
infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---