Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infrigidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdire]

1 γίνομαι κατεψυγμένος
2 καταψύχομαι

infrigidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdire]

1 καταψύχω
2 ψύχω σε μεγάλο βαθμό
3 παγώνω

infrigidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdirsi]

1 καταψύχομαι
2 γίνομαι κατεψυγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infrequenza infrollimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infreddolito (επίθ.)
infrequentabile (επίθ.)
infrequente (επίθ.)
infrequentemente (επίρ.)
infrequenza (θηλ.ουσ)
infrigidire (ρ.αμτβ.)
infrigidire (ρ. μτβ.)
infrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infrollimento (ουσ αρσ )
infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)
infruttifero (επίθ.)
infruttuosità (θηλ.ουσ)
infruttuoso (επίθ.)
infundibolo (ουσ αρσ )
infundibuliforme (επίθ.)
infunghire (ρ.αμτβ.)
infungibile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---