Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfustìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [infusˈtire] 1 διαβρέχω ύφασμα με διάλυση κόλλας 2 κολλάρω 3 κολλαρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |