Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirìmere (ρ. μτβ.) dirozzàto (επίθ.)
dirimpettàio (ουσ αρσ ) dirugginìo (ουσ αρσ )
dirimpètto (επίρ.) dirugginìre (ρ. μτβ.)
dirittézza (θηλ.ουσ) dirupaménto (ουσ αρσ )
dirìtto (ουσ αρσ ) dirupàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirìtto (επίθ.) dirupàto (επίθ.)
dirìtto (επίρ.) dirùpo (ουσ αρσ )
dirittùra (θηλ.ουσ) dìruto, dirùto (επίθ.)
dirizzàre (ρ. μτβ.) disabbellìre (ρ. μτβ.)
dirizzóne (ουσ αρσ ) disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
dìro (επίθ.) disabbigliàre (ρ. μτβ.)
diroccaménto (ουσ αρσ ) disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
diroccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) disabilitàre (ρ. μτβ.)
diroccàto (επίθ.) disabilitàto (επίθ.)
dirompènte (επίθ.) disabitàto (επίθ.)
dirómpere (ρ. μτβ. και αμετβ.) disabituàre (ρ. μτβ.)
dirompersi (ρ.μ. (αντων.)) disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirottaménte (επίρ.) disaccàride (ουσ αρσ )
dirottaménto (ουσ αρσ ) disaccentàre (ρ. μτβ.)
dirottàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) disaccentàto (επίθ.)
dirottatóre (ουσ αρσ ) disaccètto (επίθ.)
dirótto (επίθ.) disaccóncio (επίθ.)
dirozzaménto (ουσ αρσ ) disaccoppiaménto (ουσ αρσ )
dirozzàre (ρ. μτβ.) disaccoppiàre (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.)) disaccòrdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: