Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiroccaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dirokkaˈmento] 1 γκρέμισμα 2 απογύμνωση 3 καταστροφή 4 κατεδάφιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |