Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirómpere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [diˈrompere] 1 ρηγνύω 2 συντρίβω 3 τσακίζω 4 σπάζω 5 διαρρηγνύω 6 διασπώ dirompersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [diˈrompersi] 1 τσακίζομαι 2 συντρίβομαι 3 σπάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |