Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirozzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dirotˈtsato]

1 φινιρισμένος
2 γυαλισμένος
3 λαξευμένος
4 ραφιναρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirozzarsi dirugginio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirottatore (ουσ αρσ )
dirotto (επίθ.)
dirozzamento (ουσ αρσ )
dirozzare (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirozzato (επίθ.)
dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )
diruparsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirupato (επίθ.)
dirupo (ουσ αρσ )
diruto (επίθ.)
disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---