Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disabilitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizabiliˈtato]

1 εξουδετερωμένος
2 ανίκανος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disabilitare disabitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)
disabituare (ρ. μτβ.)
disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
disaccaride (ουσ αρσ )
disaccentare (ρ. μτβ.)
disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)
disacconcio (επίθ.)
disaccoppiamento (ουσ αρσ )
disaccoppiare (ρ. μτβ.)
disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---