ItalianoGreco


disaccòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizakˈkɔrdo]

1 διχασμός
2 έριδα
3 διαφωνία
4 διαφορά
5 ασυμφωνία
6 διχοστασία
7 διχογνωμία
8 αντιπαράθεση
9 αντίθεση
10 δυσαρμονία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---