Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disaccòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizakˈkɔrdo]

1 διχασμός
2 έριδα
3 διαφωνία
4 διαφορά
5 ασυμφωνία
6 διχοστασία
7 διχογνωμία
8 αντιπαράθεση
9 αντίθεση
10 δυσαρμονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disaccoppiare disacerbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)
disacconcio (επίθ.)
disaccoppiamento (ουσ αρσ )
disaccoppiare (ρ. μτβ.)
disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)
disadattato (αρσ. επίθ και ουσ)
disadatto (επίθ.)
disadornare (ρ. μτβ.)
disadorno (επίθ.)
disaerare (ρ. μτβ.)
disaerazione (θηλ.ουσ)
disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaffezionato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---