Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disaffezionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizaffettsjoˈnare]

1 αλλοτριώνω
2 αποξενώνω

disaffezionàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizaffettsjoˈnarsi]

1 αλλοτριώνομαι
2 αποξενώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disaerazione disaffezionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disadatto (επίθ.)
disadornare (ρ. μτβ.)
disadorno (επίθ.)
disaerare (ρ. μτβ.)
disaerazione (θηλ.ουσ)
disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaffezionato (επίθ.)
disaffezione (θηλ.ουσ)
disagevole (επίθ.)
disaggregare (ρ. μτβ.)
disaggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaggregazione (θηλ.ουσ)
disagiato (επίθ.)
disagio (ουσ αρσ )
disalberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disambientato (επίθ.)
disamina (θηλ.ουσ)
disaminare (ρ. μτβ.)
disamorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---