Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disàmina  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈzamina]

λεπτομερής εξέταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disambientato disaminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disaggregazione (θηλ.ουσ)
disagiato (επίθ.)
disagio (ουσ αρσ )
disalberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disambientato (επίθ.)
disamina (θηλ.ουσ)
disaminare (ρ. μτβ.)
disamorare (ρ. μτβ.)
disamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disamoratamente (επίρ.)
disamorato (επίθ.)
disamore (ουσ αρσ )
disancorare (ρ. μτβ.)
disancorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disancorato (επίθ.)
disanimare (ρ. μτβ.)
disanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
disanimato (επίθ.)
disappetenza (θηλ.ουσ)
disapprendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---