Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisancoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizankoˈrare] ξεσέρνω από αγκυροβόλιο disancorarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dizankoˈrarsi] 1 ξεκόβω (από) 2 ξεσέρνω από αγκυροβόλιο 3 ανασπώ την άγκυρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |