Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disarmàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizarˈmare]

1 αφοπλίζω
2 ξαρματώνω
3 παροπλίζω
4 ελευθερώνω κόκορα όπλου
5 αφαιρώ σύστημα με σκαλωσιές
6 ξαρματώνομαι
7 αφοπλίζομαι
8 παραδίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disarmante disarmato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disapprovare (ρ. μτβ.)
disapprovazione (θηλ.ουσ)
disappunto (ουσ αρσ )
disarcionare (ρ. μτβ.)
disarmante (επίθ.)
disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---