Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disarmònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizarˈmɔniko]

1 διαφωνών
2 ασύμφωνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disarmonia disarticolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disarmante (επίθ.)
disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---