Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disarticolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizartikoˈlare]

1 στραμπουλίζω
2 εξαρθρώνω
3 ξεγοφιάζω
4 ξεπλατίζω

disarticolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizartikoˈlarsi]

1 στραμπουλίζομαι
2 ξεγοφιάζομαι
3 παθαίνω εξάρθρωση
4 ξεπλατίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disarmonico disarticolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)
disattenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---