Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisarticolazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dizartikolatˈtsjone] 1 στραμπούληγμα 2 εξάρθρωση 3 ξεγόφιασμα 4 ξεπλάτισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |