Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disassortìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizassorˈtito]

1 ασύμφωνος
2 αζευγάρωτος
3 παράταιρος
4 αταίριαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disartrosi disassuefare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)
disattenzione (θηλ.ουσ)
disattivare (ρ. μτβ.)
disattrezzare (ρ. μτβ.)
disavanzo (ουσ αρσ )
disavvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disavvantaggio (ουσ αρσ )
disavvantaggioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---