Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disavvantàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizavvanˈtadʤo]

μειονέκτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disavvantaggiarsi disavvantaggioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disattenzione (θηλ.ουσ)
disattivare (ρ. μτβ.)
disattrezzare (ρ. μτβ.)
disavanzo (ουσ αρσ )
disavvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disavvantaggio (ουσ αρσ )
disavvantaggioso (επίθ.)
disavvedutezza (θηλ.ουσ)
disavveduto (επίθ.)
disavventura (θηλ.ουσ)
disavvertenza (θηλ.ουσ)
disavvezzare (ρ. μτβ.)
disavvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disavvezzo (επίθ.)
disborso (ουσ αρσ )
disboscare (ρ. μτβ.)
disbrigare (ρ. μτβ.)
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---