Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disavvezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizavvetˈtsare]

1 κάνω κάποιον να κόψει κακιά συνήθεια
2 ξεσυνηθίζω

disavvezzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizavvetˈtsarsi]

χάνω μια κακιά συνήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disavvertenza disavvezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disavvantaggioso (επίθ.)
disavvedutezza (θηλ.ουσ)
disavveduto (επίθ.)
disavventura (θηλ.ουσ)
disavvertenza (θηλ.ουσ)
disavvezzare (ρ. μτβ.)
disavvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disavvezzo (επίθ.)
disborso (ουσ αρσ )
disboscare (ρ. μτβ.)
disbrigare (ρ. μτβ.)
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)
discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---