Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisavvezzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizavvetˈtsare] 1 κάνω κάποιον να κόψει κακιά συνήθεια 2 ξεσυνηθίζω disavvezzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dizavvetˈtsarsi] χάνω μια κακιά συνήθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |