Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discàrica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkarika]

η χωματερή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discapito discaricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)
discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)
discendenza (θηλ.ουσ)
discendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discenderia (θηλ.ουσ)
discensionale (επίθ.)
discensivo (επίθ.)
discente (ουσ αρσ και θηλ.)
discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discepolo (ουσ αρσ )
discernere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---