Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discépolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diʃˈʃepolo]

1 οπαδός
2 πιστός ακόλουθος
3 μαθητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discentrarsi discernere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discenderia (θηλ.ουσ)
discensionale (επίθ.)
discensivo (επίθ.)
discente (ουσ αρσ και θηλ.)
discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discepolo (ουσ αρσ )
discernere (ρ. μτβ.)
discernibile (επίθ.)
discernimento (ουσ αρσ )
discesa (θηλ.ουσ)
discesismo (ουσ αρσ )
discesista (ουσ αρσ και θηλ.)
discettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---