Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discésa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diʃˈʃesa]

ο κατήφορος, η κατοφέρεια, η κάθοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discernimento discesismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


discesa [θηλ.] libera = η κατάβαση || in discesa = στην κατηφόρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discepolo (ουσ αρσ )
discernere (ρ. μτβ.)
discernibile (επίθ.)
discernimento (ουσ αρσ )
discesa (θηλ.ουσ)
discesismo (ουσ αρσ )
discesista (ουσ αρσ και θηλ.)
discettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)
disciogliere (ρ. μτβ.)
disciogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
disciplina (θηλ.ουσ)
disciplinamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---