ItalianoGreco


discésa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diʃˈʃesa]

ο κατήφορος, η κατοφέρεια, η κάθοδος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


discesa [θηλ.] libera = η κατάβαση || in discesa = στην κατηφόρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---