Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscìnto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diʃˈʃinto] 1 κουρελιάρικος 2 κατώτερος σε ποιότητα ή κατάσταση 3 φτωχοντυμένος 4 ξεζωσμένος 5 μισοντυμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |