Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diʃˈʃinto]

1 κουρελιάρικος
2 κατώτερος σε ποιότητα ή κατάσταση
3 φτωχοντυμένος
4 ξεζωσμένος
5 μισοντυμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discinetico disciogliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)
disciogliere (ρ. μτβ.)
disciogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
disciplina (θηλ.ουσ)
disciplinamento (ουσ αρσ )
disciplinare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disciplinare (ρ. μτβ.)
disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
disciplinatamente (επίρ.)
disciplinatezza (θηλ.ουσ)
disciplinato (αρσ. επίθ και ουσ)
disco (ουσ αρσ )
discobolo (ουσ αρσ )
discofilo (ουσ αρσ )
discografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---