Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdisko]

ο δίσκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disciplinato discobolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


disco [αρσ.] orario = ο δίσκος παρκαρίσματος || disco [αρσ.] volante = ο ιπτάμενος δίσκος || lanciatore [αρσ.] del disco = ο δισκόβολος || lancio [αρσ.] del disco = η δισκοβολία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disciplinare (ρ. μτβ.)
disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
disciplinatamente (επίρ.)
disciplinatezza (θηλ.ουσ)
disciplinato (αρσ. επίθ και ουσ)
disco (ουσ αρσ )
discobolo (ουσ αρσ )
discofilo (ουσ αρσ )
discografia (θηλ.ουσ)
discografico (ουσ αρσ )
discografico (επίθ.)
discoidale (επίθ.)
discoide (ουσ αρσ )
discoide (επίθ.)
discolo (ουσ αρσ )
discolo (επίθ.)
discolpa (θηλ.ουσ)
discolpare (ρ. μτβ.)
discolparsi (ρ.μ. (αντων.))
disconoscente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---