Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discólpa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkolpa]

1 απόδειξη αθωότητας κάποιου
2 αθώωση
3 υπεράσπιση
4 δικαιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discolo discolpare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discoidale (επίθ.)
discoide (ουσ αρσ )
discoide (επίθ.)
discolo (ουσ αρσ )
discolo (επίθ.)
discolpa (θηλ.ουσ)
discolpare (ρ. μτβ.)
discolparsi (ρ.μ. (αντων.))
disconoscente (επίθ.)
disconoscere (ρ. μτβ.)
disconoscimento (ουσ αρσ )
disconosciuto (επίθ.)
discontinuità (θηλ.ουσ)
discontinuo (επίθ.)
disconvenire (ρ.αμτβ.)
discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---